- παραγράφονται
- παραγράφωwrite by the sidepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
δημόσια κτήματα — Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει,… … Dictionary of Greek
παραγράφω — παράγραψα, παραγράφτηκα, παραγραμμένος, ακυρώνω δικαίωμα ή ματαιώνω συνέπεια αδικήματος, γιατί πέρασε πολύ χρόνος: Τα περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται δύο χρόνια ύστερα από τη μέρα που διαπράχτηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)